ότι

ότι
(ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι)
(σύνδ.)
1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι τὸ Μένωνος στράτευμα ἤδη ἐν Κιλικίᾳ ἦν», Ξεν.)
2. (αιτιολογικός, κυρίως μετά από ρήματα ψυχικού πάθους) επειδή, διότι, καθόσον («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μ' ὅλον ὅτι» — βλ. μολονότι
β) «παρ' όλον ότι», «παρ' ότι» — αν και
2. (ως χρον. επίρρ.) πριν από λίγο («ότι μιλούσαμε για σένα»)
μσν.-αρχ.
φρ. «ὅτι περ» και «ὅτιπερ» — διότι ως γνωστόν
αρχ.
1. (ως αιτιολογικός σύνδ.) εφόσον, αφού, μια και («γλαυκὴ δὲ σὲ τίκτε θάλασσα... ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής», Ομ. Ιλ.)
2. (με συμπερ. σημ.) ούτως ώστε («τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων... ὠδύσατ' ἐκπάγλως, ὅτι τοι κατά πολλὰ φυτεύει», Ομ. Οδ.)
3. ΣΥΝΤΑΞΗ: α) συνήθως συντάσσεται με οριστική κάθε χρόνου
β) επίσης συντάσσεται με ευκτική τού πλάγιου λόγου μετά από ιστορικό χρόνο
γ) αν υπάρχει υπόθεση, ο χρόνος που βρίσκεται με το ότι ακολουθεί τους κανόνες τών υποθετικών προτάσεων («εἴ τις ἔροιτο, καθ' ὁποίους νόμους δεῑ πολιτεύεσθαι, δῆλον ὅτι ἀποκρίναισθ' ἄν...», Δημοσθ.)
4. ΧΡΗΣΕΙΣ: α) είναι συχνή η μετάθεση τού υποκειμένου ρήματος που εκφέρεται με το ὅτι («Λυκάονας δὲ καὶ αὐτοί εἴδομεν, ὅτι... καρποῡνται» — αντί εἴδομεν ὅτι Λυκάονες καρποῡνται, Ξεν.)
β) ως επεξήγηση σε προηγούμενο δεικτικό («εἰδὼς τοῡτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῑται», ΚΔ)
γ) πλεοναστικά σε πλάγιο λόγο, όταν οι λόγοι κάποιου αναφέρονται αυτολεξεί («καὶ ἐγὼ εἶπον, ὅτι ἡ αὐτή μοι ἀρχή ἐστι», Πλάτ.)
5. φρ. α) «οἶδ' ὅτι», «εὖ οἶδ' ὅτι», «οἶσθ' ὅτι», «ἴσθ' ὅτι» — παρενθετικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται ως βεβαιωτικά μόρια
β) «δῆλον ὅτι»
(ως παρενθετική πρόταση με επιρρμ. χρήση) φανερά
γ) «οὐχ ὅτι..., ἀλλὰ (καί)», «οὐχ ὅτι... ἀλλ' οὐδέ», «οὐ μόνον ὅτι... ἀλλά» — όχι μόνο..., αλλά και
δ) «οὐχ ὅτι»
(χωρίς να ακολουθείται από δεύτερη πρόταση) αν και.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. τής αναφ. αντων. ὅστις* ως ειδικός και αιτιολογικός σύνδεσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • .ότι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότι — σύνδ. ειδ. 1. πως: Είπαν ότι θα φτάσει σήμερα το πλοίο. 2. επίρρ. χρον., μόλις, πριν από λίγο: Ότι έφτασα στο λιμάνι, ήρθε και το μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅτι — ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. — ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. См. Я знаю, что я ничего не знаю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ αὐτὸς ἔλεγεν, ὅτι τὸ πᾶσιν ἠρέσάι δυσχερέστατόν ἐστιν. — См. На весь свет не угодишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅ τι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁτιδή — ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”